επίφαση

επίφαση
η (AM ἐπίφασις) [επιφαίνω]
1. η εξωτερική όψη, η εμφάνιση, το εξωτερικό («ἐπίφασις βασιλικὴ καὶ δύναμις», Πολ.)
2. φρ. «κατ’ επίφαση(-ιν)» — φαινομενικά («κατὰ μὲν τὴν ἐπίφασιν ἐποίει τὸ παραπλήσιον, κατὰ δὲ τὴν ἀλήθειαν...», Πολ.)
αρχ.
1. η ενέργεια με την οποία γίνεται κάτι ορατό («τὸ φῶς συναίτιον τῆς ἐπιφάσεως», Θεόφρ.)
2. ένδειξη, εκδήλωση
(«διὰ τὴν ἐπίφασιν τῆς ἑτοιμότητος τῶν Ἀχαιῶν πρὸς τὸν κίνδυνον», Πολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επίφαση — η η επιφάνεια, η εξωτερική όψη, το φαινόμενο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… …   Dictionary of Greek

  • Πιραντέλο, Λουίτζι — (Pirandello, Ακράγας 1867 – Ρώμη 1936). Ιταλός θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος. Αντίθετα προς τη θέληση του πατέρα του, διάλεξε τις κλασικές σπουδές και παρακολούθησε πανεπιστημιακά μαθήματα φιλολογίας πρώτα στο Παρίσι και ύστερα στη… …   Dictionary of Greek

  • ευπρεπής — ές (ΑΜ εὐπρεπής, ές) 1. αυτός που έχει ωραία, σοβαρή και σεμνή εξωτερική εμφάνιση, ο ευπρόσωπος, ο ευπαρουσίαστος 2. ευγενικός, κόσμιος μσν. μεγαλοπρεπής, λαμπρός αρχ. 1. ένδοξος, επιφανής 2. ο φαινομενικά μόνο ευπρεπής, ο προσποιητός 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • ιλαροτραγωδία — Θεατρικό είδος παρωδίας· η τραγωδία που έχει κωμική έκβαση. Μεταφορικά ι. λέγεται το γεγονός που έχει επίφαση τραγικότητας, αλλά στην ουσία του είναι κωμικό. Μία από τις πρώτες ι. ήταν και η Βατραχομυομαχία. Ωστόσο, μόνο από τα τέλη του 4ου αι. π …   Dictionary of Greek

  • κάλαντα — Εθιμικά τραγούδια, τα οποία τραγουδούν ομάδες παιδιών ή σπανιότερα ενηλίκων, κυρίως την παραμονή των μεγάλων γιορτών του Δωδεκαημέρου (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα). Τα κ. εξιστορούν, μυθοποιημένα, τα περιστατικά των αντίστοιχων ημερών, είναι… …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… …   Dictionary of Greek

  • τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… …   Dictionary of Greek

  • φαινόμενο — το / φαινόμενον, ΝΜΑ καθετί που φαίνεται ή γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, κάθε άμεσα αντιληπτό ή παρατηρούμενο αντικείμενο, γεγονός ή συμβάν, σε αντιδιαστολή με ό,τι συλλαμβάνεται με τον νου, με τη νόηση νεοελλ. 1. (με κν. σημ.) έννοια που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”